- οστεαλγία
- και οσταλγία, ηιατρ. κάθε πόνος τών οστών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευρ-αλγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστεαλγικός — ή, ό [οστεαλγία] ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεαλγία 2. αυτός που πάσχει από οστεαλγία … Dictionary of Greek
οσταλγία — η βλ. οστεαλγία … Dictionary of Greek
οστεωδυνία — η οστεαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ὀδύνη. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek